κατασάρκιο

κατασάρκιο
το (AM κατασάρκιον) [κατάσαρκος]
το εσωτερικό κάλυμμα τής Αγίας Τράπεζας
μσν.-αρχ.
ρούχο που φοριέται κατάσαρκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατασάρκιο — το (εκκλησ.), το εσώτατο κάλυμμα της Άγιας Τράπεζας, που συμβολίζει το σεντόνι με το οποίο ο Ιωσήφ περιτύλιξε το σώμα του Χριστού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυσιαστήριο — Η τράπεζα ή ο βωμός (βλ. λ.) για την τέλεση της θυσίας στην αρχαία λατρεία. Στη χριστιανική λατρεία, θ. ονομάζεται η Αγία Τράπεζα στη μέση του Άγιου Βήματος, όπου τελείται η αναίμακτη θυσία. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια τα θ. ήταν κατασκευασμένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”